- ψιλογνέθω
- Ν1. γνέθω σε λεπτό νήμα2. παροιμ. «όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί» — οι πολύ λεπτολόγοι βγαίνουν συχνά ζημιωμένοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο-* + γνέθω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλογνέθω — ψιλόγνεσα, ψιλογνεσμένος 1. γνέθω τα μαλλιά σε πολύ λεπτά νήματα. 2. ψιλολογώ, ξεψαχνίζω. 3. η παροιμία, «Όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί», δηλώνει ότι αυτοί που λεπτολογούν πολλές φορές βγαίνουν ζημιωμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek
ψιλόγνεθος — η, ο, Ν [ψιλογνέθω] αυτός που τόν έχουν γνέσει σε λεπτό νήμα, ψιλογνεσμένος … Dictionary of Greek